Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ποια είναι η

  • 1 Πες μου ποια είν' η συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου

    Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου ποια είν' η συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου
    Скажи мне, кто твой друг, и я скажу, кто ты
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πες μου ποια είν' η συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου

  • 2 Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι

    Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου ποια είν' η συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου
    Скажи мне, кто твой друг, и я скажу, кто ты
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι

  • 3 εργασία

    η
    1) работа, дело; занятие, деятельность;

    χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;

    κοινωνική εργασία — общественная работа;

    γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;

    έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;

    οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила

    свою деятельность;
    2) служба, работа;

    μισθωτή εργασία — работа по найму;

    πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;

    ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;

    3) работа, профессия;

    ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;

    σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;

    παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;

    έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;

    παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;

    5) работа, произведение;

    χειροποίητη εργασία — ручная работа;

    καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;

    πτυχιακή εργασία — дипломная работа;

    6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);

    έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;

    7) πλ. работа; деятельность;

    οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;

    οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;

    κύκλος εργασίών — цикл работ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εργασία

  • 4 ποιος

        I.
         ποιός
        3
        (преимущ. с τις) какой-нибудь, тот или иной, так или иначе определенный Plat.
        II.
         ποῖος
        ион. κοῖος 3
        какой, что за
        

    ποῖον (τὸν μῦθον) ἔειπες ; Hom. — что ты (за слово) сказал?;

        κοῖα ταῦτα λέγεις ; Her. — что это ты такое говоришь?;
        ποίῳ τρόπῳ ; Soph. — каким образом?;
        βοῆς τῆς σῆς π. οὐκ ἔσται λιμήν ; Soph. — какой порт не будет оглашаться твоим воплем?;
        τά γ΄ ἄλλα …ἔπη.- Τὰ ποῖα ταῦτα ; Soph. — другие же толки …- Какие же это (толки)?;
        ποῖόν τι κινδύνευμα ; Soph. — что это за затея?;
        ποίᾳ ἄλλῃ (sc. ὁδῷ) ; Arph. — каким же другим путем? (как же иначе?);
        ποῖον χρόνον ; Eur. — в течение какого времени? (как долго?);
        π. οὑτοσὴ Τιμόθεος ; Plut. — кто этот Тимофей?;
        ποίῳ ἐπ΄ αἰτιάματι ; Aesch. — по поводу какого обвинения?, т.е. за какую провинность?

    Древнегреческо-русский словарь > ποιος

  • 5 Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι

    Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου ποια είν' η συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου
    Скажи мне, кто твой друг, и я скажу, кто ты
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι

  • 6 Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι

    Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Δείξε μου τους φίλους σου, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι
    – Πες μου ποια είν' η συντροφιά σου, να σου πω την ανθρωπιά σου
    Скажи мне, кто твой друг, и я скажу, кто ты
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Επιδαύρου — Το μικρό αλλά πλούσιο σε ευρήματα Μουσείο της Επιδαύρου βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου του Ασκληπιείου. Είναι ένα μακρόστενο κτίριο που δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο με τις λιτές γραμμές και τα διακριτικά χρώματά του.… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • πιθανότητα — Η θεωρία των πιθανοτήτων είναι ένας αρκετά νέος, σχετικά, κλάδος των μαθηματικών, του οποίου η συμβολή και η σημασία του για τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, τη βιολογία, τη βλητική, καθώς και για την αντιμετώπιση προβλημάτων στη βιομηχανία… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»